- αναπληρωματικό
- bir şeyin yerini tutan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σουλφογαϊακόλη — η, Ν (φαρμ.) φάρμακο αναπληρωματικό τής γαϊακόλης, το οποίο χρησιμοποιείται υπό μορφή αλάτων νατρίου ως αποχρεμπτικό και αντιβηχικό … Dictionary of Greek
Γέλτσιν, Μπόρις Νικολάγεβιτς — (Boris Nikolayevich Yeltsin, Σβερντλόφσκ 1931 –). Ρώσος πολιτικός, πρόεδρος της Ρωσίας (1991 99). Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πολυτεχνείο, εργάστηκε στον τομέα των κατασκευών (1955 68). Το 1961 έγινε μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος της… … Dictionary of Greek
Γκορμπατσόφ, Μιχαήλ Σεργκιέγιεβιτς — (Mikhail Sergeyevich Gorbachev, Πριβονλόγιε Καυκάσου 1931 –). Ρώσος πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Μόσχας και αγροτική οικονομία στη Σταυρούπολη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ενεργοποιήθηκε στη φοιτητική νεολαία… … Dictionary of Greek
Ζντάνοφ, Αντρέι Αλεξάντροβιτς — (Andrei Aleksandrovich Zhdanov, Μαριούπολη 1896 – Μόσχα 1948). Ουκρανός πολιτικός. Αναμείχθηκε στο επαναστατικό κίνημα το 1912 και το 1916 έγινε μέλος της τοπικής επιτροπής της πόλης Τβέρο. Μετά την επανάσταση του 1917 εξελέγη μέλος της επιτροπής … Dictionary of Greek
Λεντς, Χάινριχ Φρίντριχ Εμίλ — (Heinrich Friedrich Emil Lenz, Τάρτου, Εσθονία 1804 – Ρώμη 1865). Ρώσος φυσικός, ηλεκτρολόγος μηχανολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Κατά τα έτη 1823 26 συμμετείχε σε μια επιστημονική αποστολή που είχε στόχο να πραγματοποιήσει τον γύρο του … Dictionary of Greek
Λούλα ντα Σίλβα, Λούις Ινάθιο — (Luiz Inacio Lula Da Silva, 1945 –). Βραζιλιάνος πολιτικός, πρόεδρος της Βραζιλίας (2002 ). Ξεκίνησε να εργάζεται στη βιομηχανία σε ηλικία 14 ετών. Το 1969 εντάχθηκε στο συνδικαλιστικό κίνημα, ως εκλεγμένο αναπληρωματικό μέλος του συμβουλίου της… … Dictionary of Greek
Μπέρια, Λαβρέντι Πάβλοβιτς — (Μερτσεούλι Γεωργίας 1899 – 1953). Γεωργιανός πολιτικός και αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών της πρώην ΕΣΣΔ. Έλαβε μέρος στην Οκτωβριανή επανάσταση (1917), οργάνωσε τις υπηρεσίες ασφαλείας στη περιοχή του Καυκάσου (1921 31) και στη συνέχεια ανέλαβε … Dictionary of Greek
Μπερλινγκουέρ, Ενρίκο — (Enrico Berlinguer, Σάσαρι 1922 – 1984). Ιταλός πολιτικός και ηγέτης της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Σπούδασε νομικά και από τα φοιτητικά του χρόνια συμμετείχε στο αντιφασιστικό κίνημα, ενώ το 1943 έγινε μέλος του Ιταλικού Κομουνιστικού Κόμματος (PCI)… … Dictionary of Greek
Πασιονάρια — (Passionaria, 1895 – 1989). Ψευδώνυμο της Ισπανίδας επαναστάτριας και πολιτικού Ντολόρες Ιμπαρούρι. Κόρη ανθρακωρύχου, σε νεαρή ηλικία αναμείχθηκε με το επαναστατικό κίνημα στην πατρίδα της. Το 1917 προσχώρησε στη σοσιαλιστική οργάνωση της πόλης… … Dictionary of Greek
Ποντγκόρνι, Νικολάι Βικτόροβιτς — (1903 – 1983). Ρώσος πολιτικός. Γιος εργάτη, εργάστηκε ως μηχανικός και πρώτος μηχανικός σε πολλά εργοστάσια ζάχαρης και σε συγκροτήματα βιομηχανιών ζάχαρης της Ουκρανίας. Το 1930 έγινε μέλος του ΚΚ της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και το 1939… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek